Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
Full diacritics: κοβᾱλισμός | Medium diacritics: κοβαλισμός | Low diacritics: κοβαλισμός | Capitals: ΚΟΒΑΛΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: kobalismós | Transliteration B: kobalismos | Transliteration C: kovalismos | Beta Code: kobalismo/s |
ὁ, porterage, transport, PLond.3.965.9 (iii A.D.).
κοβαλισμός, ὁ (Α)
η μεταφορά, το κουβάλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοβαλεύω ή ίσως από αμάρτυρο κοβαλίζω].