κοντραστάρω
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Greek Monolingual
και κοντρεστάρω (Μ κοντραστάρω)
1. εναντιώνομαι, αντιμάχομαι, πηγαίνω κόντρα, αντιλέγω, ανταγωνίζομαι
2. αγωνίζομαι, πολεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrastare].