κοπροπηλόφυρτος

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

κοπροπηλόφυρτος, -ον (Μ)
γεμάτος κοπρώδη πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + πηλός + -φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμόφυρτος, μελίφυρτος].