πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
κοπροπηλόφυρτος, -ον (Μ)γεμάτος κοπρώδη πηλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + πηλός + -φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμόφυρτος, μελίφυρτος].