κοπροπηλόφυρτος
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek Monolingual
κοπροπηλόφυρτος, -ον (Μ)
γεμάτος κοπρώδη πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + πηλός + -φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμόφυρτος, μελίφυρτος].