κοπροφορώ

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

κοπροφορῶ, -έω (Α) κοπροφόρος
σκεπάζω ή λερώνω, πασσαλείφω κάποιον με κοπριά, με ακαθαρσίες («κοπροφορήσω σ' εἰ λαλήσεις», Αριστοφ.).