κοπρόφτυαρο

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source

Greek Monolingual

το
1. φτυάρι με το οποίο μεταφέρεται η κοπριά, σκατόφτυαρο
2. παροιμ. «από ένα ξύλο φτιάνουν και το φουρνόφτυαρο και το κοπρόφτυαρο» — οι άνθρωποι, όσο και αν διαφοροποιούνται μεταξύ τους στα επαγγέλματα και στην κοινωνική θέση, κατά βάθος είναι οι ίδιοι, πλασμένοι από την ίδια ύλη.