κουφοβράζω
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
1. βράζω, αργά, σιγοβράζω
2. (για μετεωρ. φαινόμενα) είμαι πνιγηρός («τ' αγέρι, φορτωμένο φοβέρες και περίγελα και φλογισμένα χνότα, τριγύρω του εκουφόβραζε», Βαλαωρ.)
3. μτφ. σιγοκαίω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι αφανὼς («κουφοβράζει η αγανάκτηση τοὺ λαού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (Ι) + βράζω.