κραιπνόσυτος

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπνόσῠτος Medium diacritics: κραιπνόσυτος Low diacritics: κραιπνόσυτος Capitals: ΚΡΑΙΠΝΟΣΥΤΟΣ
Transliteration A: kraipnósytos Transliteration B: kraipnosytos Transliteration C: kraipnosytos Beta Code: kraipno/sutos

English (LSJ)

κραιπνόσυτον, swift-rushing, A.Pr.281 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance impétueusement.
Étymologie: κραιπνός, σεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπνόσυτος -ον [κραιπνός, σεύω] zich snel voortbewegend.

German (Pape)

schnell dahin fahrend, sich schnell bewegend; θῶκος, der Wolkensitz, Aesch. Prom. 279.

Russian (Dvoretsky)

κραιπνόσῠτος: быстро несущийся, стремительный (θᾶκος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνόσῠτος: -ον, ταχέως ὁρμῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 279· πρβλ. θᾶκος.

Greek Monolingual

κραιπνόσυτος, -ον (Α)
αυτός που κινείται γρήγορα («ἐλαφρῳ ποδὶ κραιπνόσυτον θᾱκον, προλιποῦσα», Αισχύλ.).
επίρρ...
κραιπνοσύτως (Α)
γρήγορα.

Greek Monotonic

κραιπνόσῠτος: -ον (σεύομαι), αυτός που εξορμά γρήγορα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κραιπνό-σῠτος, ον [σεύομαι]
swift-rushing, Aesch.