κραιπνόσυτος
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
κραιπνόσυτον, swift-rushing, A.Pr.281 (anap.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'élance impétueusement.
Étymologie: κραιπνός, σεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραιπνόσυτος -ον [κραιπνός, σεύω] zich snel voortbewegend.
German (Pape)
schnell dahin fahrend, sich schnell bewegend; θῶκος, der Wolkensitz, Aesch. Prom. 279.
Russian (Dvoretsky)
κραιπνόσῠτος: быстро несущийся, стремительный (θᾶκος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κραιπνόσῠτος: -ον, ταχέως ὁρμῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 279· πρβλ. θᾶκος.
Greek Monolingual
κραιπνόσυτος, -ον (Α)
αυτός που κινείται γρήγορα («ἐλαφρῳ ποδὶ κραιπνόσυτον θᾱκον, προλιποῦσα», Αισχύλ.).
επίρρ...
κραιπνοσύτως (Α)
γρήγορα.
Greek Monotonic
κραιπνόσῠτος: -ον (σεύομαι), αυτός που εξορμά γρήγορα, σε Αισχύλ.