κρωμακωτός
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ή, όν, Paphlagon. word, Eust. 330.40.
German (Pape)
[Seite 1517] dasselbe, Eust. zu Il. 2, 729.
Greek Monolingual
κρωμακωτός, -ή, -όν (Α)
πετρώδης, δύσβατος, απόκρημνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, -ακος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. θυσανωτός, κλίμακωτός)].