κυβομαντεία
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
η
μαντεία που γίνεται με χρησιμοποίηση κύβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. ονειρομαντεία, ορνιθομαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθ. Σταγειρίτη].