κυκλώνας

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ο
(μετεωρ.)
1. μεγάλο περιστρεφόμενο σύστημα ανέμων το οποίο κινείται διά μέσου τών περισσότερων περιοχών της Γης, έξω από την ισημερινή ζώνη, και συνδυάζεται συνήθως με ζώνες νεφών και βροχής ή χιονιού, αλλ. βαρομετρικό χαμηλό
2. τεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση ή την ταξινόμηση τών σωματιδίων ενός προϊόντος καθώς παρασύρονται από ένα ρευστό
3. φρ. «μάτι του κυκλώνα»
i) (μετεωρ.) το κέντρο της διατάραξης του κυκλώνα
ii) μτφ. επίκεντρο επικίνδυνης κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyclone, < αρχ. ελλ. κύκλωμα < κυκλόω/ -. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς).