κυμοτόμος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
κυμοτόμον, wave-cleaving: ὁ κ. cutwater of a bridge, Suid., cf. BCH26.166 (Syria, vi A.D.; κοιμ-lapis).
German (Pape)
[Seite 1531] die Wellen durchschneidend, nach Suid. der vor die Brücken gestellte Wogenbrecher, Eisbock.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοτόμος: -ον, ὁ τέμνων τὰ κύματα, ὁ κ., ἡ τριγωνικὴ βάσις γεφύρας, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κυμοτόμος, -ον (Α)
1. αυτός που σχίζει ή διασχίζει τα κύματα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυμοτόμος
τριγωνική βάση γέφυρας με οξεία αιχμή σαν έμβολο μεγάλου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλοτόμος, λαοτόμος.