κυμοτόμος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμοτόμος Medium diacritics: κυμοτόμος Low diacritics: κυμοτόμος Capitals: ΚΥΜΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kymotómos Transliteration B: kymotomos Transliteration C: kymotomos Beta Code: kumoto/mos

English (LSJ)

κυμοτόμον, wave-cleaving: ὁ κ. cutwater of a bridge, Suid., cf. BCH26.166 (Syria, vi A.D.; κοιμ-lapis).

German (Pape)

[Seite 1531] die Wellen durchschneidend, nach Suid. der vor die Brücken gestellte Wogenbrecher, Eisbock.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμοτόμος: -ον, ὁ τέμνων τὰ κύματα, ὁ κ., ἡ τριγωνικὴ βάσις γεφύρας, Σουΐδ.

Greek Monolingual

κυμοτόμος, -ον (Α)
1. αυτός που σχίζει ή διασχίζει τα κύματα
2. το αρσ. ως ουσ.κυμοτόμος
τριγωνική βάση γέφυρας με οξεία αιχμή σαν έμβολο μεγάλου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλοτόμος, λαοτόμος.