κυριώνυμος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
German (Pape)
[Seite 1537] mit einem eigenthümlichen, besonderen Ramen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῡριώνῠμος: -ον, ὠνομασμένος ἀπὸ τοῦ ΚΥΡΙΟΥ, ἡ κ. (μετὰ τῆς λέξ. ἡμέρα ἢ ἄνευ αὐτῆς), = ἡ κυριακή, Εὐστ. Πονημ. 42. 48, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κυριώνυμος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κυριώνυμο
κύριο όνομα
μσν.
αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο, από τον Χριστό («κυριώνυμος ἡμέρα» — η Κυριακή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. επώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει].