κωλυσιεργέω
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
hinder, obstruct operations, Plb.6.15.5, Ph.1.64, 240, J.AJ15.11.7.
German (Pape)
[Seite 1543] das Werk verhindern, verhindern Etwas zu thun, Pol. 6, 15, 5 u. Sp.; auch κωλυσιουργέω, Lob. zu Phryn. p. 667.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡσιεργέω: κωλύω, ἐμποδίζω τὸ ἔργον, ἢ ἐμποδίζω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, Πολύβ. 6. 15, 5, Φίλων 1. 64, 240, κτλ.· ― Λοβ. Φρύν. 667.
Russian (Dvoretsky)
κωλῡσῐεργέω: мешать, препятствовать (ἐθελοκακεῖν καὶ κ. Polyb.).