κωλύφιον
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
τό, Dim. of κωλήν, condemned by Phryn.60: Lat. colyphium, Plaut.Pers.92 (pl.), Juv.2.53 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 1543] τό, = κωλήφιον, nach Phryn. p. 77 schlechter Ausdruck für κωλήν.
Greek Monolingual
κωλύφιον, τὸ (Α)
μικρό σκέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + υποκορ. κατάλ. -ύφιον (πρβλ. δενδρύφιον, ζωύφιον)].