κωμοπλήξ
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, ἡ, revel-smitten, i.e. inebriated, Hdn.Gr.1.46.
German (Pape)
[Seite 1544] ῆγος, ὁ, trunken von einem Gelage, neben μεθυπλήξ Arcad. p. 19, 6.
Greek (Liddell-Scott)
κωμοπλήξ: ὁ, ἡ, πληγεὶς ὑπὸ κώμου, δηλ. μεθυσμένος, Ἀρκάδ. 19.
Greek Monolingual
κωμοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μέθυσε σε γλέντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνοπλήξ, ονειροπλήξ].