κωπήεις
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
κωπήεσσα, κωπήεν, hilted, φάσγανα Il.15.713, al.
German (Pape)
[Seite 1546] κωπήεσσα, κωπήεν, mit einem Griff, einem Heft versehen, ξίφος, Il. 16, 322. 20, 475, φάσγανα, 15, 713.
French (Bailly abrégé)
κωπήεσσα, κωπήεν
garni d'une poignée, d'un manche.
Étymologie: κώπη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωπήεις, κωπήεσσα, κωπήεν [κώπη] met fraai gevest.
Russian (Dvoretsky)
κωπήεις: κωπήεσσα, κωπήεν снабженный рукоятью (ξίφος, φάσγανα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
κωπήεις: ἔχων κώπην ἢ λαβήν, φάσγανα... κωπήεντα Ἰλ. Ο. 713, κτλ.
Greek Monolingual
κωπήεις, -εσσα, -εν (Α) κώπη
αυτός που έχει λαβή («κωπήεντα φάσγανα», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κωπήεις: -εσσα, -εν, με λαβή, σε Ομήρ. Ιλ.