κωπήεις
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
κωπήεσσα, κωπήεν, hilted, φάσγανα Il.15.713, al.
German (Pape)
[Seite 1546] κωπήεσσα, κωπήεν, mit einem Griff, einem Heft versehen, ξίφος, Il. 16, 322. 20, 475, φάσγανα, 15, 713.
French (Bailly abrégé)
κωπήεσσα, κωπήεν
garni d'une poignée, d'un manche.
Étymologie: κώπη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωπήεις, κωπήεσσα, κωπήεν [κώπη] met fraai gevest.
Russian (Dvoretsky)
κωπήεις: κωπήεσσα, κωπήεν снабженный рукоятью (ξίφος, φάσγανα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
κωπήεις: ἔχων κώπην ἢ λαβήν, φάσγανα... κωπήεντα Ἰλ. Ο. 713, κτλ.
Greek Monolingual
κωπήεις, -εσσα, -εν (Α) κώπη
αυτός που έχει λαβή («κωπήεντα φάσγανα», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κωπήεις: -εσσα, -εν, με λαβή, σε Ομήρ. Ιλ.