λάβρυς
From LSJ
English (LSJ)
= πέλεκυς, Lydian word, Plu.2.302a.
German (Pape)
[Seite 2] ἡ, karisch u. lydisch = πέλεκυς, Plut. qu. graec. 45.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
hache.
Étymologie: DELG v. λαβύρινθος.
Russian (Dvoretsky)
λάβρυς: υος ἡ (карийско-лидийское слово) секира, топор Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λάβρυς: ἡ, = πέλεκυς, λέξις Λυδική, Πλούτ. 2. 302Α.
Greek Monolingual
λάβρυς, -υος, ἡ (Α)
αμφίστομος διπλός πέλεκυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. λ. λυδικής καταγωγής για τον πέλεκυ].
Frisk Etymological English
See also: s. λαβύρινθος