λέκτρο

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

το (Α λέκτρον)
νεοελλ.
(στρατ. και ναυτ.) δάπεδο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα και μετακινούνται τα πυροβόλα στα οχυρώματα ή στους ειδικούς πυργίσκους τών πολεμικών πλοίων
αρχ.
1. κλίνη, ανάκλιντρο («κλαῖε δ' ἄρ' ἐν λέκτροισι καθεζομένη μαλακοῖσιν», Ομ. Οδ.)
2. γαμήλια τελετή, γάμος
3. ο καρπός του γάμου, το τέκνο
4. στον πληθ. τὰ λέκτρα
το γαμήλιο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λεκ- (πρβλ. ἔλεκ-το, λεκ-το, αόρ. του λέχομαι) + επίθημα -τρον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. άροτρον, πλήκτρον)].