λαμπραυγής

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπραυγής Medium diacritics: λαμπραυγής Low diacritics: λαμπραυγής Capitals: ΛΑΜΠΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: lampraugḗs Transliteration B: lampraugēs Transliteration C: lampravgis Beta Code: lampraugh/s

English (LSJ)

λαμπραυγές,
A lustrous, Man.4.415:—irreg. fem. λαμπραυγέτις, Id.1.301, 4.201.

German (Pape)

[Seite 12] ές, hellglänzend, ἀκτίς, Maneth. 4, 415.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπραυγής: -ές, λαμπρός, λάμπων, Μανέθων 4. 415· ἀνώμαλ. θηλ. λαμπραυγέτις, ὁ αὐτ. 1. 301., 4. 201.

Greek Monolingual

λαμπραυγής -ές, ανωμ. θηλ. και λαμπραυγέτις, -ιδος (Α)
αυτός που λάμπει, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, τὸ), πρβλ. λευκαυγής, χρυσαυγής. Ο τ. λαμπραυγέτις < λαμπραυγής + επίθημα θηλ. -έτις (πρβλ. κυαναυγέτις)].