λαμπραυγής
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
λαμπραυγές,
A lustrous, Man.4.415:—irreg. fem. λαμπραυγέτις, Id.1.301, 4.201.
German (Pape)
[Seite 12] ές, hellglänzend, ἀκτίς, Maneth. 4, 415.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπραυγής: -ές, λαμπρός, λάμπων, Μανέθων 4. 415· ἀνώμαλ. θηλ. λαμπραυγέτις, ὁ αὐτ. 1. 301., 4. 201.
Greek Monolingual
λαμπραυγής -ές, ανωμ. θηλ. και λαμπραυγέτις, -ιδος (Α)
αυτός που λάμπει, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, τὸ), πρβλ. λευκαυγής, χρυσαυγής. Ο τ. λαμπραυγέτις < λαμπραυγής + επίθημα θηλ. -έτις (πρβλ. κυαναυγέτις)].