νεοφεγγής
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
νεοφεγγές, shining anew, μήνη, αἴγλη, Man.2.489, Nonn. D.22.350.
German (Pape)
[Seite 245] ές, neu scheinend, μήνη, Neumond, Maneth. 2, 489.
Greek (Liddell-Scott)
νεοφεγγής: -ές, ὁ νεωστὶ ἀρξάμενος φέγγειν, ἢ ὁ νέῳ φωτὶ φέγγων, Μανέθων 2. 486.
Greek Monolingual
νεοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που άρχισε να φέγγει πρόσφατα ή αυτός που φέγγει με νέα λάμψη (α. «νεοφεγγὴς μήνη» β. «νεοφεγγὴς αἴγλη», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυφεγγής, χρυσοφεγγής].