λειψυδρία

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειψυδρία Medium diacritics: λειψυδρία Low diacritics: λειψυδρία Capitals: ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ
Transliteration A: leipsydría Transliteration B: leipsydria Transliteration C: leipsydria Beta Code: leiyudri/a

English (LSJ)

ἡ, want of water, Thphr.CP5.12.1, Plb.34.9.6, Str.16.1.10, D.S.1.52, Sammelb.4416.14 (ii A.D.): Λειψύδριον, τό, a waterless district near Mt. Parnes in Attica, Scol.14, Hdt.5.62, Ar.Lys. 665.

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, Wassermangel, Pol. 34, 9, 6 Strab. XVI, 740.

Greek Monolingual

η (AM λειψυδρία)
έλλειψη επαρκούς ύδατος για πόση ή για άλλες χρήσεις («ἀναστρέψαν δὲ εἰς τὸ ἐντὸς ἐμφράττει τοὺς τῆς πηγῆς πόρους καὶ ποιεῖ λειψυδρίαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + -υδρία (< ὕδριος < ὕδωρ), πρβλ. ανυδρία].

Russian (Dvoretsky)

λειψυδρία:недостаток воды Polyb.

Mantoulidis Etymological

(=ἔλλειψη νεροῦ). Ἀπό τό λείπω + ὕδωρ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λείπω.