Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λευκαγκαθιά

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

Greek Monolingual

η (Α λευκάκανθα και λευκάκανθος)
ονομασία, κοινή σήμερα, ενός είδους του γένους ράμνος
αρχ.
είδος κνίκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄκανθα / ἄκανθος «φυτό με αγκάθια» (πρβλ. πυρ-άκανθα / πολυ-άκανθος)].