λιβηρός
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Full diacritics: λῐβηρός | Medium diacritics: λιβηρός | Low diacritics: λιβηρός | Capitals: ΛΙΒΗΡΟΣ |
Transliteration A: libērós | Transliteration B: libēros | Transliteration C: liviros | Beta Code: libhro/s |
ά, όν, = ὑγρός, Hp. ap. Gal.19.118, EM564.50.
λῐβηρός: -ά, -όν, = λιβρός, δίυγρος, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49.
λιβηρός, -ά, -όν (Α)
υγρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ηχηρός, μοχθηρός)].