λιμοκτόνος

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που προκαλεί λιμοκτονία, που επιβάλλει θάνατο με ασιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -κτόνος (< κτείνω)].

German (Pape)

[ῑ], durch Hunger tötend ?