πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties
-οαυτός που προκαλεί λιμοκτονία, που επιβάλλει θάνατο με ασιτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -κτόνος (< κτείνω)].
[ῑ], durch Hunger tötend ?