λογάρι
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
Greek Monolingual
το (AM λογάριον, Μ και λογάριν και λογάρι και λαγάριν)
νεοελλ.-μσν.
αποθησαυρισμένο χρήμα ή θησαυρός από τιμαλφή αντικείμενα, περιουσία, πλούτος («καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν, λογάριόν τε περισσόν, καὶ δούλους», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. υποκορ. του λόγος («λογάρια δύστηνα μελετήσας καὶ φωνασκήσας», Δημοσθ.)
2. λογαριασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + υποκορ. κατάλ. -άριον].