λύσσημα
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
English (LSJ)
-ατος, τό, fit of madness: in plural, λυσσήματα = ravings, εἴ μ' ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασιν E.Or.270.
German (Pape)
[Seite 73] τό, das Gewüte, Rasen, εἴ μ' ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασι Eur. Or. 270.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
transport de rage.
Étymologie: λυσσάω.
Russian (Dvoretsky)
λύσσημα: ατος τό припадок ярости, неистовство Eur.
Greek (Liddell-Scott)
λύσσημα: τό, παροξυσμὸς ἢ προσβολὴ μανίας· ἐν τῷ πληθ. μανιώδεις κινήσεις, ὁρμαί, εἴ μ’ ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασιν Εὐρ. Ὀρ. 270.
Greek Monolingual
λύσσημα, τὸ (Α) λυσσώ (I)
1. προσβολή από μανία, παραφροσύνη
2. στον πληθ. τὰ λυσσήματα
μανιώδεις κινήσεις, μανιακές ορμές.
Greek Monotonic
λύσσημα: -ατος, τό, παροξυσμός, εξαγρίωση, μάνητα· στον πληθ., μανιώδεις κινήσεις, ορμές, εξαλλοσύνες, σε Ευρ.
Middle Liddell
λύσσημα, ατος, εος, from λυσσάω
a fit of madness: in plural ravings, Eur.