μέμβρανον

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέμβρανον Medium diacritics: μέμβρανον Low diacritics: μέμβρανον Capitals: ΜΕΜΒΡΑΝΟΝ
Transliteration A: mémbranon Transliteration B: membranon Transliteration C: memvranon Beta Code: me/mbranon

English (LSJ)

τό, = μεμβράνα.

Greek Monolingual

μέμβρανον, τὸ (ΑM, Μ και βέμβρανον)
μεμβράνα, περγαμηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. membranum (βλ. λ. μεμβράνα). Ο τ. βέμβρανον με αφομοιωτική τροπή του πρώτου μ- σε β-].