μίσιππος

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσιππος Medium diacritics: μίσιππος Low diacritics: μίσιππος Capitals: ΜΙΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: mísippos Transliteration B: misippos Transliteration C: misippos Beta Code: mi/sippos

English (LSJ)

[μῑ], ον horse-hating, Poll.1.198, 6.172.

German (Pape)

[Seite 191] Pferde hassend, Gegensatz von φίλιππος, Poll. 1, 198.

Greek (Liddell-Scott)

μίσιππος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἵππους, ἀντίθετ. τῷ φίλιππος, Πολυδ. Α΄, 198.

Greek Monolingual

μίσιππος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἵππος (πρβλ. φίλιππος)].