μαζικός
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό
1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάζα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαϊκές μάζες, στον λαό («μέσα μαζικής ενημέρωσης»)
2. συνεταιρικός, συντροφικός, κοινός («μαζική δουλειά»)
3. παροιμ. «το μαζικό γαϊδούρι δεν το τρώει ο λύκος» — όπου υπάρχει συνεργασία δεν υπάρχει φόβος.
επίρρ...
μαζικώς και -ά
από κοινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάζα. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αλ. Μαυροκορδάτο].
(II)
-ή, -ό (Α μαζικός, -ή, -όν) μαζός (I)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαστό («μαζικές αρτηρίες»).