μαλιναθάλλη
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ἡ, an Egyptian plant, prob. earth-almond, Cyperus esculentus, Thphr. HP 4.8.12: Salmas. ἀνθάλλιον, from anthalium in Plin.HN21.88. μάλινος [ᾱ], v. μήλινος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
souchet comestible, plante.
Étymologie: DELG -.
Greek (Liddell-Scott)
μαλιναθάλλη: ἡ, Αἰγυπτιακόν τι φυτόν, ἴσως Cyperus esculentus (ἴδε μνάσιον), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 12, ἔνθα ὁ Οὐρβ. Κῶδ. μάλιναν θάλλην· ὁ Σαλμάσ. ἀνθάλλιον, ἐκ τοῦ anthalium, παρὰ Πλιν. 21. 52.
Greek Monolingual
μαλιναθάλλη, ἡ (Α)
είδος αιγυπτιακού φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ἀνθάλλιον (πρβλ. λατ. anthalium)].
German (Pape)
ἡ, eine ägyptische Pflanze, vielleicht cyperus esculentus, Theophr.