μαραζώνω

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

μαράζι
1. επιφέρω μαρασμό, προκαλώ μαράζι
2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι.