μαραυγία
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
ἡ,
A dazzling of the eyes, Archyt. ap. Stob.3.1.196.
II μαραύγεια or μαραυγεία, ἡ, a fish, Xenocr. ap. Orib.2.58.7.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰραυγία: ἡ, θάμβωμα, ἀμαύρωσις, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 17. 4.
Greek Monolingual
μαραυγία, ἡ (Α) μαραυγώ
σκότιση, θάμπωμα τών ματιών εξαιτίας λαμπερού φωτός.
German (Pape)
ἡ, das Flimmern vor den Augen, Blendung, τὸ λαμπρὸν φάος μαραυγίαν περιτίθησι τοῖς ὀφθαλμοῖς, Archyt. bei Stob. Flor. 1.81.