μαρμαρωσσός
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
μαρμαρωσσή, μαρμαρωσσόν, afflicted with μάρμαρον 11, ib.53.
Greek Monolingual
μαρμαρωσσός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που έχει προσβληθεί ή πάσχει από τη νόσο μάρμαρο, την πληγή που εμφανίζεται στα πόδια τών όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μαρμαρώσσω].