μαχαιρωτός

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχαιρωτός Medium diacritics: μαχαιρωτός Low diacritics: μαχαιρωτός Capitals: ΜΑΧΑΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: machairōtós Transliteration B: machairōtos Transliteration C: machairotos Beta Code: maxairwto/s

English (LSJ)

μαχαιρωτή, μαχαιρωτόν, sabre-shaped, πρίων Gal.18(2).331, cf. Paul.Aeg.6.62.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιρωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ μαχαιρόω) ὁ ἔχων σχῆμα μαχαίρας, Παῦλ. Αἰγιν. 6, 62, Γαλην.

Greek Monolingual

μαχαιρωτός, -ή, -όν (Α) μάχαιρα
αυτός που έχει σχήμα μαχαιριού.

German (Pape)

μαχαιριωτός, Galen.