μαχαιρωτός
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
μαχαιρωτή, μαχαιρωτόν, sabre-shaped, πρίων Gal.18(2).331, cf. Paul.Aeg.6.62.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαιρωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ μαχαιρόω) ὁ ἔχων σχῆμα μαχαίρας, Παῦλ. Αἰγιν. 6, 62, Γαλην.
Greek Monolingual
μαχαιρωτός, -ή, -όν (Α) μάχαιρα
αυτός που έχει σχήμα μαχαιριού.
German (Pape)
= μαχαιριωτός, Galen.