μαχαιρωτός

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχαιρωτός Medium diacritics: μαχαιρωτός Low diacritics: μαχαιρωτός Capitals: ΜΑΧΑΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: machairōtós Transliteration B: machairōtos Transliteration C: machairotos Beta Code: maxairwto/s

English (LSJ)

μαχαιρωτή, μαχαιρωτόν, sabre-shaped, πρίων Gal.18(2).331, cf. Paul.Aeg.6.62.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιρωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ μαχαιρόω) ὁ ἔχων σχῆμα μαχαίρας, Παῦλ. Αἰγιν. 6, 62, Γαλην.

Greek Monolingual

μαχαιρωτός, -ή, -όν (Α) μάχαιρα
αυτός που έχει σχήμα μαχαιριού.

German (Pape)

μαχαιριωτός, Galen.