μεγαλοκόρυφος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
μεγαλοκόρυφον, with lofty summits, γῆ Lyc.Orator ap.Arist.Rh.1405b36.
German (Pape)
[Seite 106] großwipselig, großgipselig, γῆ, Lycophr. orat. bei Arist. rhet. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sommets élevés.
Étymologie: μέγας, κορυφή.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοκόρῠφος: высоковершинный (γῆ Lycophron ap. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκόρυφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς κορυφάς, γῆ Λυκόφρ. Ρήτωρ ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1.
Greek Monolingual
μεγαλοκόρυφος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψηλές κορυφές («μεγαλοκόρυφος γῆ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κορυφή.
Greek Monotonic
μεγᾰλοκόρυφος: -ον, βουνό με ψηλές, αγέρωχες βουνοκορφές, σε Αριστ.
Middle Liddell
μεγᾰλοκόρῠφος, ον
with lofty summits, ap. Arist.