μεγαλοκόρυφος

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκόρῠφος Medium diacritics: μεγαλοκόρυφος Low diacritics: μεγαλοκόρυφος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: megalokóryphos Transliteration B: megalokoryphos Transliteration C: megalokoryfos Beta Code: megaloko/rufos

English (LSJ)

μεγαλοκόρυφον, with lofty summits, γῆ Lyc.Orator ap.Arist.Rh.1405b36.

German (Pape)

[Seite 106] großwipselig, großgipselig, γῆ, Lycophr. orat. bei Arist. rhet. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sommets élevés.
Étymologie: μέγας, κορυφή.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκόρῠφος: высоковершинный (γῆ Lycophron ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκόρυφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς κορυφάς, γῆ Λυκόφρ. Ρήτωρ ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1.

Greek Monolingual

μεγαλοκόρυφος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψηλές κορυφές («μεγαλοκόρυφος γῆ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κορυφή.

Greek Monotonic

μεγᾰλοκόρυφος: -ον, βουνό με ψηλές, αγέρωχες βουνοκορφές, σε Αριστ.

Middle Liddell

μεγᾰλοκόρῠφος, ον
with lofty summits, ap. Arist.