μεθυτρόφος

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθυτρόφος Medium diacritics: μεθυτρόφος Low diacritics: μεθυτρόφος Capitals: ΜΕΘΥΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: methytróphos Transliteration B: methytrophos Transliteration C: methytrofos Beta Code: mequtro/fos

English (LSJ)

μεθυτρόφον, producing wine, ἡμερίς Simon.183.1.

German (Pape)

[Seite 114] Wein ziehend, nährend, ἡμερίς, Simonds. 48 (VII, 24).

Greek (Liddell-Scott)

μεθυτρόφος: -ον, ὁ παράγων οἶνον, ἐπὶ ἀμπέλου, ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε Σιμων. 51 (54) ἔκδ. Gaisf.

Greek Monolingual

μεθυτρόφος, -ον (Α)
(για την άμπελο) αυτός που παράγει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + -τρόφος (< τρέφω)].