μελάμπτερος

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend

Source

German (Pape)

[Seite 118] schwarzflügelig, schwarzgefiedert, Archi. 21 (IX, 339 steht getrennt μέλαν πτερόν).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes noires.
Étymologie: μέλας, πτερόν.

Russian (Dvoretsky)

μελάμπτερος: Anth. = μελανόπτερος.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπτερος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας πτέρυγας, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 331.

Greek Monolingual

μελάμπτερος και μελανόπτερος, -ον (ΑM)
αυτός που έχει μαύρα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πτερόν.

Greek Monotonic

μελάμπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει μαύρα φτερά, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελάμ-πτερος, ον πτερόν
black-winged, Anth.