μελίπηκτο
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
το (Α μελίπηκτον και δωρ. τ. μελίπακτον)
γλύκισμα που παρασκευάζεται από μέλι και σουσάμι, παστέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μελίπηκτος (πρβλ. σακχαρόπηκτο)].