μελαμφαρής

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμφᾱρής Medium diacritics: μελαμφαρής Low diacritics: μελαμφαρής Capitals: ΜΕΛΑΜΦΑΡΗΣ
Transliteration A: melampharḗs Transliteration B: melampharēs Transliteration C: melamfaris Beta Code: melamfarh/s

English (LSJ)

μελαμφαρές, (φᾶρος) with dark shroud, δκότος B.3.13.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμφαρής: -ές, ὁ φορῶν μέλαν φᾶρος, μελανόπεπλος, Βακχυλ. ΙΙΙ, 13.

Greek Monolingual

μελαμφαρής, -ές (Α)
αυτός που σκεπάζεται με μαύρο κάλυμμα, με μαύρο πέπλο, μελάμπεπλος («μελαμφαρὲς σκότος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -φαρής (< φάρος «πέπλο, κάλυμμα»), πρβλ. μεγαλοφαρής].