μελαμφαρής
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
μελαμφαρές, (φᾶρος) with dark shroud, δκότος B.3.13.
Greek (Liddell-Scott)
μελαμφαρής: -ές, ὁ φορῶν μέλαν φᾶρος, μελανόπεπλος, Βακχυλ. ΙΙΙ, 13.
Greek Monolingual
μελαμφαρής, -ές (Α)
αυτός που σκεπάζεται με μαύρο κάλυμμα, με μαύρο πέπλο, μελάμπεπλος («μελαμφαρὲς σκότος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -φαρής (< φάρος «πέπλο, κάλυμμα»), πρβλ. μεγαλοφαρής].