μελαναιμία

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. η παρουσία μελανίνης στο αίμα ύστερα από καταστροφή μεγάλου αριθμού ερυθρών αιμοσφαιρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. melanemie < melan- (< μέλας, -ανος) + -emie (< αἷμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].