μελησμός
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Full diacritics: μελησμός | Medium diacritics: μελησμός | Low diacritics: μελησμός | Capitals: ΜΕΛΗΣΜΟΣ |
Transliteration A: melēsmós | Transliteration B: melēsmos | Transliteration C: melismos | Beta Code: melhsmo/s |
ὁ, care, diligence, EM 444.54.
[Seite 122] ὁ, dasselbe, zw. Vgl. μελλησμός.
μελησμός, ὁ (Α)
επιμέλεια, περιποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελησ- του αορ. του μέλω, ἐ-μέλησ-α].