μελιτοπώλης
From LSJ
English (LSJ)
μελιτοπώλου, ὁ, dealer in honey, Ar.Eq.853, Antiph. 125.5:—fem. μελιτόπωλις, ιδος, Poll.7.198.
German (Pape)
[Seite 124] ὁ, Honighändler; Antiphan. bei Ath. VII, 287 e; Ar. Equ. 850.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de miel.
Étymologie: μέλι, πωλέω.
Russian (Dvoretsky)
μελῐτοπώλης: ου ὁ продавец меда Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν μέλι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 853, Ἀντιφάν. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 2. 5· θηλ. μελιτοπώλις, -ιδος, Πολυδ. Ζ΄, 198.
Greek Monolingual
μελιτοπώλης, ὁ, θηλ. μελιτόπωλις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτός που πουλά μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -πώλης (< πωλῶ)].
Greek Monotonic
μελῐτοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει μέλι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μελῐτο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in honey, Ar.