μενεκράτης
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
[ᾰ], ες, abiding in strength, στῦλος Dionys.Trag.12.
German (Pape)
[Seite 132] ὁ, nannte Dionys. die Säule, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, Ath. III, 98 c.
Greek (Liddell-Scott)
μενεκράτης: [ᾰ], ες, ὁ μένων καὶ κρατῶν, στερεός, στῦλος Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 98D, ἴδε μένανδρος.
Greek Monolingual
μενεκράτης, -ες (Α)
αυτός που μένει και κρατεί, που αντέχει («στῡλος μενεκράτης», Διον. Τραγ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + -κράτης (< κράτος), πρβλ. αριστο-κράτης, δημο-κράτης].