μενεμάχος
From LSJ
Full diacritics: μενεμᾰ́χος | Medium diacritics: μενεμάχος | Low diacritics: μενεμάχος | Capitals: ΜΕΝΕΜΑΧΟΣ |
Transliteration A: menemáchos | Transliteration B: menemachos | Transliteration C: menemachos | Beta Code: menema/xos |
[ᾰ], ον, staunch in fight, App.Hisp.51.
μενεμάχος: [ᾰ], -ον, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, ἀνδρεῖος, Ἀππιαν. Ἰβηρ. 5. 61.
μενεμάχος, -ον (Α)
καρτερικός στη μάχη, ανδρείος, γενναίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ναυμάχος].