μεσαίωνας

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

και μεσαίων, ο
η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας από τον 5ο αιώνα ώς τον 15ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσαίων (< μεσο- + αἰών, με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει, πρβλ. μακραίων, δυσαίων) προκάλεσε προβλήματα σχετικά με την ορθότητα της χρήσης του. Ο Κοραής αρχικά απέδωσε το γαλλ. moyen age ως μεσαιών με κάθε επιφύλαξη, ενώ πολλοί λόγιοι υποστήριξαν ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιείται η περίφραση Μέσος αἰών. Η λ., στον λόγιο τ. μεσαίων, μαρτυρείται από το 1845 στον Μ. Σχινά].