μετατυπόω
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
transform, αἰσχρὸν ἀντὶ καλοῦ χαρακτῆρος Ph.2.360:—Pass. (cf.μετατύπωσις ΙΙ), Eust.75.5.
German (Pape)
[Seite 155] umformen, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετατῠπόω: μεταποιῶ, μεταβάλλω τὸν τύπον τινός, μετατυπώσας αἰσχρὸν ἀντὶ καλοῦ χαρακτῆρος Φίλων 2. 360. - Παθ., χρόνῳ μετατυπωθῆναι Κλήμ. Ἀλ. 631, πρβλ. Εὐστ. 74. 5.