μηλογενής
From LSJ
English (LSJ)
Dor. μαλογενής, ές, sheep-born, πῶϋ μ. a flock of sheep, Philox.3.7.
Greek (Liddell-Scott)
μηλογενής: -ές, ἐκ προβάτων γεννηθείς, πῶυ μ., ποίμνιον προβάτων, Φιλόξ. 3. 7.
Greek Monolingual
μηλογενής, δωρ. τ. μαλογενής, -ές (Α)
αυτός που προήλθε, που γεννήθηκε από πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -γενής (< γένος), πρβλ. θεογενής].