μηλογενής

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλογενής Medium diacritics: μηλογενής Low diacritics: μηλογενής Capitals: ΜΗΛΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: mēlogenḗs Transliteration B: mēlogenēs Transliteration C: milogenis Beta Code: mhlogenh/s

English (LSJ)

Dor. μαλογενής, ές, sheep-born, πῶϋ μ. a flock of sheep, Philox.3.7.

Greek (Liddell-Scott)

μηλογενής: -ές, ἐκ προβάτων γεννηθείς, πῶυ μ., ποίμνιον προβάτων, Φιλόξ. 3. 7.

Greek Monolingual

μηλογενής, δωρ. τ. μαλογενής, -ές (Α)
αυτός που προήλθε, που γεννήθηκε από πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -γενής (< γένος), πρβλ. θεογενής].