μικρόμισθος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόμισθος Medium diacritics: μικρόμισθος Low diacritics: μικρόμισθος Capitals: ΜΙΚΡΟΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: mikrómisthos Transliteration B: mikromisthos Transliteration C: mikromisthos Beta Code: mikro/misqos

English (LSJ)

μικρόμισθον, receiving small pay, Procop.Goth.4.25 (s. v.l., fort. μακρο-).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόμισθος: -ον, ὁ μικρὸν μισθὸν λαμβάνων, Προκοπ. Ἱστ. 638Δ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μικρόμισθος, -ον)
αυτός που παίρνει μικρό μισθό, ολιγόμισθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μισθός (πρβλ. μεγαλό-μισθος)].