μικρόμισθος
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
μικρόμισθον, receiving small pay, Procop.Goth.4.25 (s. v.l., fort. μακρο-).
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόμισθος: -ον, ὁ μικρὸν μισθὸν λαμβάνων, Προκοπ. Ἱστ. 638Δ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μικρόμισθος, -ον)
αυτός που παίρνει μικρό μισθό, ολιγόμισθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μισθός (πρβλ. μεγαλό-μισθος)].