μικρόφυλλος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
μικρόφυλλον, with small leaves, ποίη, παρθένιον τὸ μ., Hp.Ulc.14 (σμικρόφυλλον, τό, Id. ap. Gal.19.128).
German (Pape)
[Seite 185] kleinblättrig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μικρόφυλλος: -ον, ἔχων μικρὰ φύλλα, Διοσκ. 2, 214.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μικρόφυλλος και σμικρόφυλλος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόφυλλο
(θοτ.) πολύ μικρό φύλλο με μια μόνο νεύρωση, το οποίο είναι χαρακτηριστικό πολλών κατώτερων φυτών, όπως λ.χ. τών λυκοποδίων και τών βρυοφύτων
αρχ.
αυτός που έχει μικρά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πυκνόφυλλος].