μιξοιφία

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξοιφία Medium diacritics: μιξοιφία Low diacritics: μιξοιφία Capitals: ΜΙΞΟΙΦΙΑ
Transliteration A: mixoiphía Transliteration B: mixoiphia Transliteration C: miksoifia Beta Code: micoifi/a

English (LSJ)

ἡ, sexual intercourse, Hsch.

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, Beischlaf, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιξοιφία: ἡ, σαρκικὴ μῖξις, συνουσία, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μιξοιφία, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σαρκική μίξις, συνουσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + -οιφία (< οἴφω «οχεύω»)].