μιξοιφία
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Full diacritics: μιξοιφία | Medium diacritics: μιξοιφία | Low diacritics: μιξοιφία | Capitals: ΜΙΞΟΙΦΙΑ |
Transliteration A: mixoiphía | Transliteration B: mixoiphia | Transliteration C: miksoifia | Beta Code: micoifi/a |
[Seite 189] ἡ, Beischlaf, Hesych.
μιξοιφία: ἡ, σαρκικὴ μῖξις, συνουσία, Ἡσύχ.
μιξοιφία, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σαρκική μίξις, συνουσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + -οιφία (< οἴφω «οχεύω»)].